- αγιοποιός
- -ό (Α ἁγιοποιός, -όν)αυτός που κάνει κάποιον ή κάτι άγιο, ο καθαγιαστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + ποιῶ.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἁγιοποιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
αγιοποιώ — (Μ ἁγιοποιῶ) ( έω) νεοελλ. ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του μσν. καθαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁγιοποιός. ΠΑΡ. αγιοποίηση] … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱՐԱՐ — (ի, աւ.) NBH 2 0761 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 9c, 10c, 12c, 13c ա. ἀγιοποιός, ἀγιαστικός sanctificator, sanctificus. Որ սուրբ առնէ. պատճառ սրբութեան. սրբիչ. մաքրազարդօղ. քաւիչ. նորոգիչ. կենդանարար. շնորհատու. մակդիր՝ սեպհականեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)